- κερδίζομαι
- κερδίζομαι, κερδήθηκα, κερδισμένος βλ. πίν. 232——————Σημειώσεις:κερδίζομαι : η μτχ. κερδισμένος σημαίνει και → αυτόν που έχει κερδηθεί (παίρνω τα κερδισμένα μου και φεύγω από το παιχνίδι) και → αυτόν που έχει κερδίσει ή γενικά αποκομίσει κάποιο όφελος (από όλη αυτή την ιστορία, θα βγει κερδισμένος).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.